- υπόθηλυς
- -εια, -υ, Αο κάπως θηλυπρεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θῆλυς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek